λιθογνώμων

λιθογνώμων
λιθο-γνώμων, ον, Steine, bes. Edelsteine kennend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθογνώμων — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθογνωμόνων — λιθογνώμων gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθογνώμονες — λιθογνώμων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • λιθογνώμονας — ο, η (Α λιθογνώμων, όγνωμον) ο ειδικός σε θέματα σχετικά με τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθο(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο γνώμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”